πολυπραγμοσύνη
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
ἡ,
A curiosity, officiousness, meddlesomeness, Ar.Ach.833, Lys.1.16, etc.; joined with ἀλλοτριοπραγμοσύνη, Pl.R.444b; opp. ἀπραγμοσύνη, Th.6.87.
2 later, search after knowledge, Plb.5.75.6.—Cf. Plu. περὶ πολυπραγμοσύνης (2.515b).
German (Pape)
[Seite 669] ἡ, das Wesen und Thun des πολυπράγμων; Ar. Ach. 798; Gegensatz von ἀπραγμοσύνη, Thuc. 6, 87; das sich in die Angelegenheiten Anderer Mengen, Neugier, Vorwitz, mit ἀλλοτριοπραγμοσύνη vrbdn, Plat. Rep. IV, 444 b; auch Neuerungssucht u. dgl., Pol. 2, 43, 9; kleinliche Weitläuftigkeit und Umständlichkeit, Luc. V. H. 2, 10; – seltener in gutem Sinne, genaue, gründliche Erforschung, Pol. 5, 75, 6; vgl. Plut. περὶ πολυπραγμοσύνης, de curiositate.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ingérence indiscrète, esprit d'intrigue, zèle excessif ou déplacé.
Étymologie: πολυπράγμων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυπραγμοσύνη -ης, ἡ [πολυπράγμων] bemoeizucht.
Russian (Dvoretsky)
πολυπραγμοσύνη: (σῠ) ἡ
1 хлопотливость, суетливость, беспокойный характер: μηδεμίᾳ πολυπραγμοσύνῃ Lys. не из пустого любопытства;
2 некстати сказанное слово, бестактность: π. νυν ἐς κεφαλὴν τρέποιτ᾽ ἐμοί Arph. пусть же невпопад сказанное (пожелание) обратится на меня (самого);
3 стремление к переворотам или реформам (sc. Ἀντιγόνου τοῦ Γονατᾶ Polyb.);
4 любознательность, тщательное исследование Polyb., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολυπράγμων
1. το να ασχολείται κανείς με πολλά πράγματα, το να είναι πολυάσχολος
2. το να ασχολείται κανείς με θέματα που δεν τον αφορούν, το να επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις
μσν.-αρχ.
1. η τάση του να προσπαθεί κανείς να μάθει πολλά
2. η προσεκτική μελέτη, η ακριβής έρευνα
μσν.
(για τους Ιουδαίους) η στενή αντίληψη, η εμμονή στο γράμμα του νόμου
αρχ.
η προσπάθεια για καθεστωτική εκτροπή.
Greek Monotonic
πολυπραγμοσύνη: ἡ, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του πολυπράγμονος, περιέργεια, υπερβολικός ζήλος, πολυπραγμοσύνη, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπραγμοσύνη: ἡ, ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διαγωγὴ τοῦ πολυπράγμονος, περιεργία, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς πολλά, Ἀριστοφ. Ἀχ. 833, Λυσίας 93. 13, κτλ.· συναπτόμενον τῷ ἀλλοτριοπραγμοσύνη, Πλάτ. Πολ. 444Β· ἀντίθετον τῷ ἀπραγμοσύνη, Θουκ. 6. 87· πρβλ. τὸ ἑπόμ. 2) παρὰ μεταγεν., ἀκριβὴς ἔρευνα, Πολύβ. 5. 75, 6. ― Πρβλ. Πλουτ. τὸ περὶ πολυπραγμοσύνης.
Middle Liddell
πολυπραγμοσύνη, ἡ,
the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness, Ar., Thuc., etc.
English (Woodhouse)
bustle, fuss, meddlesomeness, meddling
Lexicon Thucydideum
multarum rerum gerendarum studium, zeal for achieving many things, 6.87.3.