ῥούδιον: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(6_22)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥούδιον''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ῥοίδιον]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87, Δουκάγγ.
|lstext='''ῥούδιον''': τό, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ῥοίδιον]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87, Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />([[κατά]] τον Αέτ.) «[[κλύσμα]] πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνηρημένος τ. του [[ῥοείδιον]]].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥούδιον Medium diacritics: ῥούδιον Low diacritics: ρούδιον Capitals: ΡΟΥΔΙΟΝ
Transliteration A: rhoúdion Transliteration B: rhoudion Transliteration C: roydion Beta Code: r(ou/dion

English (LSJ)

τό,= κλύσμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον, Aët.16.64.

German (Pape)

[Seite 849] τό, späte Form statt ῥοίδιον, Lob. zu Phryn. 87.

Greek (Liddell-Scott)

ῥούδιον: τό, μεταγεν. τύπος τοῦ ῥοίδιον, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 87, Δουκάγγ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. του ῥοείδιον].