ῥωρός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_4)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥωρός''': -ά, -όν, ([[ῥώννυμι]])· «σφοδρὸς καὶ τὰ [[κάρτα]]...» Ἡσύχ. πρβλ. ῥάρος.
|lstext='''ῥωρός''': -ά, -όν, ([[ῥώννυμι]])· «σφοδρὸς καὶ τὰ [[κάρτα]]...» Ἡσύχ. πρβλ. ῥάρος.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ρωμαλέος]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥω</i>- του [[ῥώννυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> και το σύνθ. <i>ποδό</i>-<i>ρωρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωρός Medium diacritics: ῥωρός Low diacritics: ρωρός Capitals: ΡΩΡΟΣ
Transliteration A: rhōrós Transliteration B: rhōros Transliteration C: roros Beta Code: r(wro/s

English (LSJ)

ά, όν, (ῥώννυμι)

   A strong, mighty, Hsch.; cf. ῤάρος.

German (Pape)

[Seite 855] stark, mächtig, nur bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ῥωρός: -ά, -όν, (ῥώννυμι)· «σφοδρὸς καὶ τὰ κάρτα...» Ἡσύχ. πρβλ. ῥάρος.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥω- του ῥώννυμι + επίθημα -ρός (πρβλ. και το σύνθ. ποδό-ρωρος)].