σάλη: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(6_6) |
(36) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάλη''': Δωρ. [[σάλα]], ἡ, = [[σάλος]] ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362. | |lstext='''σάλη''': Δωρ. [[σάλα]], ἡ, = [[σάλος]] ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>, [[σαλέη]], και δωρ. τ. [[σάλα]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> «[[φροντίς]]»<br /><b>2.</b> «[[βλάβη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' [[απόσπαση]]) από το σύνθ. <i>ἀ</i>-<i>σαλής</i> «αυτός που δεν φροντίζει για [[τίποτε]]» (<span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σάλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. σάλα, ἡ,
A = φροντίς (cf. σάλος 11.2), Hsch., Phot., EM 151.47: also σαλέη, Hsch. II both σαλέη and σάλη = βλάβη, Id. σαλητόν, v. σάρητον.
Greek (Liddell-Scott)
σάλη: Δωρ. σάλα, ἡ, = σάλος ΙΙ. 2, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 362.
Greek Monolingual
και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., σαλέη, και δωρ. τ. σάλα, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «φροντίς»
2. «βλάβη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί υποχωρητικά (κατ' απόσπαση) από το σύνθ. ἀ-σαλής «αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε» (< στερ. ἀ- + σάλος)].