σακχαρόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(36)
(No difference)

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης ή με περικάλυψη ζάχαρης
2. το ουδ. ως ουσ. το σακχαρόπηκτο
α) προϊόν που παρασκευάζεται με πήξη ζάχαρης
β) φαρμακευτικό δισκίο με περικάλυψη ζάχαρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρη + πηκτός (πρβλ. βραδύ-πηκτος). Η λ., στον πληθ. σακχαρόπηκτα, μαρτυρείται από το 1852 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].