σανιδώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σᾰνῐδώδης''': -ες, [[[εἶδος]]] πλατὺς ὡς [[σανίς]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. | |lstext='''σᾰνῐδώδης''': -ες, [[[εἶδος]]] πλατὺς ὡς [[σανίς]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[σανιδώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σανίς]], -[[ίδος]]]<br />όμοιος με [[σανίδα]], [[ιδίως]] ως [[προς]] το [[σχήμα]], αυτός που [[είναι]] [[πλατύς]] σαν [[σανίδα]], [[σανιδοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.
German (Pape)
[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδώδης: -ες, [[[εἶδος]]] πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.
Greek Monolingual
-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.