δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(36) |
(No difference)
|
ο, Ν
συν. στον πληθ. οι σαμουράι
ονομασία ευγενών που ανήκαν στην παλαιά φεουδαρχική τάξη, στην Ιαπωνία, και οι οποίοι σταδιακά μετατράπηκαν σε στρατιωτική κάστα με ιδιαίτερα προνόμια, η οποία καταργήθηκε όμως το 1871.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ιαπ. προέλευσης].