σελμίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(6_12)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σελμίς''': -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) [[ὡσαύτως]] = [[σέλμα]], ὁ αὐτ.· [[ὡσαύτως]] σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.
|lstext='''σελμίς''': -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) [[ὡσαύτως]] = [[σέλμα]], ὁ αὐτ.· [[ὡσαύτως]] σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ὁρμιὰ [[τριχίνη]]» <br />β) «τὰ ἰκρία».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σέλμα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]], παρ' ότι το πρώτο [[ερμήνευμα]] του τ. γεννά προβλήματα].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελμίς Medium diacritics: σελμίς Low diacritics: σελμίς Capitals: ΣΕΛΜΙΣ
Transliteration A: selmís Transliteration B: selmis Transliteration C: selmis Beta Code: selmi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A angler's noose made of hair (ὁρμιὰ τριχίνη), Hsch.    2 = ἴκρια, Id.:—also σελμῶν· σανίδων, Id. σέλπιδες· σχεδίαι, Id. σέλπον, τό,= σίλφιον, Id.

German (Pape)

[Seite 871] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem, bes. ein Brettergerüst, VLL. – 2) die härene Angelschnur, Hesych., wie Eust. σελμίδες τὰ σχοινία.

Greek (Liddell-Scott)

σελμίς: -ίδος, ἡ, «ὁρμιὰ τριχίνη. καὶ τὰ ἰκρία» Ἡσύχ. 2) ὡσαύτως = σέλμα, ὁ αὐτ.· ὡσαύτως σελμός, ὁ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη»
β) «τὰ ἰκρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα -ίς, -ίδος, παρ' ότι το πρώτο ερμήνευμα του τ. γεννά προβλήματα].