σῆσις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(6_8) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῆσις''': -εως, ἡ, ([[σήθω]]) κοσκίνισμα, Σουΐδ. | |lstext='''σῆσις''': -εως, ἡ, ([[σήθω]]) κοσκίνισμα, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως και δωρ. τ. σᾱσις, -άσεως, ἡ, Α [[σήθω]]<br />το [[κοσκίνισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (σήθω)
A sifting, Suid.: Dor. σᾶσις, τοῦ κονίματος τᾶς γᾶς τὰν σᾶσιν Ἄσανδρος [sc. ἐπρίατο] BCH23.566 (Delph.).
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, das Sieben, Sichten (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῆσις: -εως, ἡ, (σήθω) κοσκίνισμα, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ήσεως και δωρ. τ. σᾱσις, -άσεως, ἡ, Α σήθω
το κοσκίνισμα.