σιαγονίτης: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_14)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιᾱγονίτης''': μῦς, ὁ, ὁ μῦς τῆς σιαγόνος, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 97.
|lstext='''σιᾱγονίτης''': μῦς, ὁ, ὁ μῦς τῆς σιαγόνος, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 97.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />(ενν. <i>μῡς</i>) ο μυς της σιαγόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιαγών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πωγων</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾱγονίτης Medium diacritics: σιαγονίτης Low diacritics: σιαγονίτης Capitals: ΣΙΑΓΟΝΙΤΗΣ
Transliteration A: siagonítēs Transliteration B: siagonitēs Transliteration C: siagonitis Beta Code: siagoni/ths

English (LSJ)

[ῑτ] μῦς, ὁ, the muscle

   A of the jaw-bone, Alex.Trall.1.16, Steph.in Hp. 1.99D.

German (Pape)

[Seite 877] ὁ, μῦς, der Kinnbackenmuskel, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σιᾱγονίτης: μῦς, ὁ, ὁ μῦς τῆς σιαγόνος, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 97.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
(ενν. μῡς) ο μυς της σιαγόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, -όνος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πωγων-ίτης)].