σεληνόγονος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6_17)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σεληνόγονος''': -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ [[παιωνία]] ἢ [[γλυκυσίδη]], Διοσκ. 3. 157· ἴδε [[σελήνιον]].
|lstext='''σεληνόγονος''': -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ [[παιωνία]] ἢ [[γλυκυσίδη]], Διοσκ. 3. 157· ἴδε [[σελήνιον]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α<br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] Παιωνία η κρητική [[φυτό]], κν. [[σήμερα]] [[πηγουνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σελήνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονος</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[γόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνόγονος Medium diacritics: σεληνόγονος Low diacritics: σεληνόγονος Capitals: ΣΕΛΗΝΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: selēnógonos Transliteration B: selēnogonos Transliteration C: selinogonos Beta Code: selhno/gonos

English (LSJ)

ἡ, or σεληνό-γονον, τό,

   A peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνίαγλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.

Greek Monolingual

ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].