σιγάλωμα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(6_21)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑγάλωμα''': τό, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, [[μάλιστα]] τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[κράσπεδον]], [[ἄκρα]] ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε [[σιάλωμα]] ΙΙ.
|lstext='''σῑγάλωμα''': τό, [[ἐργαλεῖον]] πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, [[μάλιστα]] τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. [[κράσπεδον]], [[ἄκρα]] ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε [[σιάλωμα]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[σιγαλῶ]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) [[εργαλείο]] στίλβωσης ή λείανσης<br /><b>2.</b> [[παρυφή]], [[άκρο]] ενδύματος.
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾰλωμα Medium diacritics: σιγάλωμα Low diacritics: σιγάλωμα Capitals: ΣΙΓΑΛΩΜΑ
Transliteration A: sigálōma Transliteration B: sigalōma Transliteration C: sigaloma Beta Code: siga/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A instrument for smoothing or polishing, esp. of shoemakers for smoothing leather, ibid., Hsch. s.v. σιγαλόεντα.    II border, edging of a dress, Id.; v. σιάλωμα.

German (Pape)

[Seite 878] τό, ein Werkzeug zum Glätten, bes. ein Schusterwerkzeug, das Leder damit zu glätten, VLL. – Auch ein Vorstoß an Kleidern, vgl. σιάλωμα.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγάλωμα: τό, ἐργαλεῖον πρὸς ἰσοπέδωσιν ἢ στίλβωσιν, μάλιστα τῶν ὑποδηματοποιῶν πρὸς στίλβωσιν δερμάτων, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ., Ἡσύχ. ΙΙ. κράσπεδον, ἄκρα ἱματίου, «τὰ περιαπτόμενα ταῖς ᾤαις» Ἡσύχ., ἴδε σιάλωμα ΙΙ.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α σιγαλῶ
1. (κυρίως σχετικά με δέρματα και, ειδικότερα, σχετικά με υποδήματα) εργαλείο στίλβωσης ή λείανσης
2. παρυφή, άκρο ενδύματος.