σιάλωμα
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
-ατος, τό, ornamental shield-rim, Plb.6.23.4; cf. σιγάλωμα.
German (Pape)
[Seite 877] τό, 1) = σίαλον, Aret. – 2) = σιγάλωμα; bei Pol. 6, 23, 4 ein eiserner Reif um den Schild.
Russian (Dvoretsky)
σιάλωμα: ατος (ᾰλ) τό металлический обод щита (σιδηροῦν σ. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
σιάλωμα: τό, = σιάλον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρεταί. ΙΙ. περιφέρεια τῆς ἀσπίδος πρὸς κόσμησιν, Πολύβ. 6. 23, 4· πρβλ. σιγάλωμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: μέρος τι τοῦ ὅπλου τοῦ καλουμένου θυρεοῦ».
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα της ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σιγάλωμα με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ-].