σιάλωμα

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐᾰλωμα Medium diacritics: σιάλωμα Low diacritics: σιάλωμα Capitals: ΣΙΑΛΩΜΑ
Transliteration A: siálōma Transliteration B: sialōma Transliteration C: sialoma Beta Code: sia/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, ornamental shield-rim, Plb.6.23.4; cf. σιγάλωμα.

German (Pape)

[Seite 877] τό, 1) = σίαλον, Aret. – 2) = σιγάλωμα; bei Pol. 6, 23, 4 ein eiserner Reif um den Schild.

Russian (Dvoretsky)

σιάλωμα: ατος (ᾰλ) τό металлический обод щита (σιδηροῦν σ. Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

σιάλωμα: τό, = σιάλον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀρεταί. ΙΙ. περιφέρεια τῆς ἀσπίδος πρὸς κόσμησιν, Πολύβ. 6. 23, 4· πρβλ. σιγάλωμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: μέρος τι τοῦ ὅπλου τοῦ καλουμένου θυρεοῦ».

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το περιφερειακό διακοσμητικό τμήμα της ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σιγάλωμα με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -γ-].