σιταγέρτης: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_19) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῑτᾰγέρτης''': -ου, ὁ, ([[ἀγείρω]]) ὁ συνάγων σῖτον [[χάριν]] τῆς πολιτείας, ὁ [[σιτώνης]], ὁ [[εἰσπράκτωρ]] τῶν γεννημάτων τοῦ δημοσίου, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 177· οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται [[ἀγέρται]] οἱ ἀπὸ σιτωνίας ἔν τινι Ταυρομ. Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 ΙΙΙ. 34), ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀγέρται]] [[αὐτόθι]] 1. 35, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[σιτολόγος]], σιτοφύλαξ. | |lstext='''σῑτᾰγέρτης''': -ου, ὁ, ([[ἀγείρω]]) ὁ συνάγων σῖτον [[χάριν]] τῆς πολιτείας, ὁ [[σιτώνης]], ὁ [[εἰσπράκτωρ]] τῶν γεννημάτων τοῦ δημοσίου, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 177· οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται [[ἀγέρται]] οἱ ἀπὸ σιτωνίας ἔν τινι Ταυρομ. Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 ΙΙΙ. 34), ἢ [[ἁπλῶς]] [[ἀγέρται]] [[αὐτόθι]] 1. 35, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[σιτολόγος]], σιτοφύλαξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που συγκεντρώνει [[σιτάρι]] για το [[δημόσιο]], ο [[σιτώνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αγέρτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀγείρω)
A collector of corn for state purposes, commissary, Tab.Heracl.1.102,177.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, der Getreideeinnehmer, Einsammler bei öffentlichen Magazinen, Proviantmeister, Tab. Heracl.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγέρτης: -ου, ὁ, (ἀγείρω) ὁ συνάγων σῖτον χάριν τῆς πολιτείας, ὁ σιτώνης, ὁ εἰσπράκτωρ τῶν γεννημάτων τοῦ δημοσίου, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 177· οἱ τοιοῦτοι καλοῦνται ἀγέρται οἱ ἀπὸ σιτωνίας ἔν τινι Ταυρομ. Ἐπιγραφ. (Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 ΙΙΙ. 34), ἢ ἁπλῶς ἀγέρται αὐτόθι 1. 35, κ. ἀλλ.· πρβλ. σιτολόγος, σιτοφύλαξ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που συγκεντρώνει σιτάρι για το δημόσιο, ο σιτώνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αγέρτης (< ἀγείρω)].