σιφνεύς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
(6_8)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιφνεύς''': έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ [[ἀσπάλαξ]], κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην [[αὐτοῦ]] τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.
|lstext='''σιφνεύς''': έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ [[ἀσπάλαξ]], κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην [[αὐτοῦ]] τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[ασπάλακας]], τυφλοπόντικας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιφνός]] «[[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιφνεύς Medium diacritics: σιφνεύς Low diacritics: σιφνεύς Capitals: ΣΙΦΝΕΥΣ
Transliteration A: siphneús Transliteration B: siphneus Transliteration C: sifneys Beta Code: sifneu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,= ἀσπάλαξ, Lyc.121.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, der Maulwurf, wegen seines blöden Gesichts, Lycophr. 121. Vgl. σιφλός.

Greek (Liddell-Scott)

σιφνεύς: έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ ἀσπάλαξ, κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην αὐτοῦ τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
ασπάλακας, τυφλοπόντικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. -εύς, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη].