σκαμμωνίτης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(6_2)
(37)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαμμωνίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], [[οἶνος]] παρεσκευασμένος διὰ σκαμμωνίας, ἐν χρήσει ἀντὶ καθαρσίου, Διοσκ. 5. 83, Πλίν. 14. 19, 5.
|lstext='''σκαμμωνίτης''': [[οἶνος]] [ῑ], [[οἶνος]] παρεσκευασμένος διὰ σκαμμωνίας, ἐν χρήσει ἀντὶ καθαρσίου, Διοσκ. 5. 83, Πλίν. 14. 19, 5.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[οἶνος]]) [[κρασί]] παρασκευαζόμενο με [[σκαμμωνία]], το οποίο χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαμμωνία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμμωνίτης Medium diacritics: σκαμμωνίτης Low diacritics: σκαμμωνίτης Capitals: ΣΚΑΜΜΩΝΙΤΗΣ
Transliteration A: skammōnítēs Transliteration B: skammōnitēs Transliteration C: skammonitis Beta Code: skammwni/ths

English (LSJ)

οἶνος [ῑ], wine

   A prepared with σκαμμωνία, used as a purgative, Dsc.5.73, Plin.HN14.110.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμμωνίτης: οἶνος [ῑ], οἶνος παρεσκευασμένος διὰ σκαμμωνίας, ἐν χρήσει ἀντὶ καθαρσίου, Διοσκ. 5. 83, Πλίν. 14. 19, 5.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) κρασί παρασκευαζόμενο με σκαμμωνία, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμμωνία + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].