σιτοπομπός: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6_15) |
(37) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιτοπομπός''': ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201. | |lstext='''σιτοπομπός''': ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] «[[οδηγός]], [[μεταφορέας]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A transporter of corn, σειτ. ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου Ephes.3p.106No.16.
Greek (Liddell-Scott)
σιτοπομπός: ὁ, ὁ μεταφέρων σῖτον, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σ. 171, ἔκδ. Mil. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 201.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
αυτός που μεταφέρει σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πομπός «οδηγός, μεταφορέας»].