σκαλεία: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6_9)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλεία''': ἡ, ([[σκαλεύω]]) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.
|lstext='''σκᾰλεία''': ἡ, ([[σκαλεύω]]) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Μ [[σκαλεύω]]<br />[[ελαφρά]] [[ανασκαφή]] του εδάφους με [[σκαπάνη]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλεία Medium diacritics: σκαλεία Low diacritics: σκαλεία Capitals: ΣΚΑΛΕΙΑ
Transliteration A: skaleía Transliteration B: skaleia Transliteration C: skaleia Beta Code: skalei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hoeing, Gp.2.24 tit.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἡ, Μ σκαλεύω
ελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.