Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκηνορράφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
(Bailly1_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.<br />'''Étymologie:''' [[σκηνή]], [[ῥάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α<br />[[κατασκευαστής]] σκηνών, αντισκήνων, [[σκηνοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δολο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνορράφος Medium diacritics: σκηνορράφος Low diacritics: σκηνορράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnorráphos Transliteration B: skēnorraphos Transliteration C: skinorrafos Beta Code: skhnorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (ῥάπτω)

   A sewing tents: as Subst., tentmaker, Ael.VH2.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνορράφος: -ον, ὁ ῥάπτων σκηνάς· ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐπαγγελλόμενος τὸν σκηνοποιόν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 1· ― ὡσαύτως, σκηνορραφικός, ή, όν, Νικήτ. Εὐγεν. 1. 115.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui coud des toiles de tentes, fabricant de tentes.
Étymologie: σκηνή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και δ. γρφ. σκηνοράφος Α
κατασκευαστής σκηνών, αντισκήνων, σκηνοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ρράφος (< ῥάπτω), πρβλ. δολο-ρράφος].