σκλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(6_21)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκλήρωμα''': τό, ἐσκληρωμένον [[μέρος]], σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.
|lstext='''σκλήρωμα''': τό, ἐσκληρωμένον [[μέρος]], σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[σκλῆμα]] Α [[σκληρῶ]]<br />αποσκληρωμένο [[μέρος]] ή σκληρό όγκωμα.
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκλήρωμα Medium diacritics: σκλήρωμα Low diacritics: σκλήρωμα Capitals: ΣΚΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sklḗrōma Transliteration B: sklērōma Transliteration C: skliroma Beta Code: sklh/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.