σκορπιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(11)
 
(37)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=skorpisth/s
|Beta Code=skorpisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scatterer, spendthrift</b>, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.42, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).154, al.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scatterer, spendthrift</b>, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.42, <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).154, al.</span>
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [[σκορπίζω]]<br />(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη [[περιουσία]]) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, [[σκορποχέρης]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπιστής Medium diacritics: σκορπιστής Low diacritics: σκορπιστής Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: skorpistḗs Transliteration B: skorpistēs Transliteration C: skorpistis Beta Code: skorpisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A scatterer, spendthrift, Lyd.Mag.1.42, Cat.Cod.Astr.8(4).154, al.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν σκορπίζω
(σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης.