σκορπισμός: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκορπισμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], Ἀκύλλ., κ. ἄλλ., Παλ. Διαθ.· - σκόρπισμα, τό, Βυζ. | |lstext='''σκορπισμός''': ὁ, [[διασκορπισμός]], Ἀκύλλ., κ. ἄλλ., Παλ. Διαθ.· - σκόρπισμα, τό, Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[σκορπίζω]]<br />[[διασκόρπιση]], [[σκόρπισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A scattering, Ph.1.82, Artem.2.30, Aq., Sm., Thd.Je.25.34 (32.20), Dam.Pr.394; φλεγμονῶν Hippiatr.70.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, Zerstreuung, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπισμός: ὁ, διασκορπισμός, Ἀκύλλ., κ. ἄλλ., Παλ. Διαθ.· - σκόρπισμα, τό, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σκορπίζω
διασκόρπιση, σκόρπισμα.