σκυλάκειος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_4)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλάκειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.
|lstext='''σκῠλάκειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.
}}
{{grml
|mltxt=-εία, -ον, Α [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[σκυλήσιος]] («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκειος Medium diacritics: σκυλάκειος Low diacritics: σκυλάκειος Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΙΟΣ
Transliteration A: skylákeios Transliteration B: skylakeios Transliteration C: skylakeios Beta Code: skula/keios

English (LSJ)

α, ον,

   A of puppies, κρέα Hp.Int.9, S.E.P.3.225.

German (Pape)

[Seite 907] von (jungen) Hunden, κρέα, S. Emp. pyrrh. 3, 225.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλάκειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, εἰς νεογνὰ σκυλάκια, «κουτάβια», κρέα Ἱππ. 536. 10, Σέξτ. Ἐμπ. π. 3. 225.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α σκύλαξ, -ακος]
σκυλήσιος («σκυλάκεια κρέα», Ιπποκρ.).