σκάλσις: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_8) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάλσις''': -εως, ἡ, ([[σκάλλω]]) σκάλισμα, [[σκαφή]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. [[ὄσκαλσις]]), πρβλ. [[σκάλισις]]· - [[ὡσαύτως]] [[σκαλεία]], [[σκάλευσις]]. | |lstext='''σκάλσις''': -εως, ἡ, ([[σκάλλω]]) σκάλισμα, [[σκαφή]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. [[ὄσκαλσις]]), πρβλ. [[σκάλισις]]· - [[ὡσαύτως]] [[σκαλεία]], [[σκάλευσις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[σκάλλω]]<br />το [[σκάψιμο]], το [[σκάλισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (σκάλλω)
A hoeing, digging, Thphr.CP 3.20.6, 4.13.3.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, das Scharren, Schüren, Schürfen, Kratzen, Hacken, Behacken, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκάλσις: -εως, ἡ, (σκάλλω) σκάλισμα, σκαφή, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. ὄσκαλσις), πρβλ. σκάλισις· - ὡσαύτως σκαλεία, σκάλευσις.