σπλαγχνοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(11)
 
(38)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=splagxnoskopi/a
|Beta Code=splagxnoskopi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">examination of the entrails of a victim</b>, for purpose of prophecy, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.109</span> A.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">examination of the entrails of a victim</b>, for purpose of prophecy, <span class="bibl">Herm. <span class="title">in Phdr.</span>p.109</span> A.</span>
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σπλάγχνο]] σκοπεία Μ<br />η [[μαντεία]] που γινόταν με [[εξέταση]] τών σπλάγχνων του ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη [[θυσία]], αλλ. [[ιεροσκοπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> μακροσκοπική [[εξέταση]] τών σπλάγχνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπλάγχνα]] <span style="color: red;">+</span> -[[σκοπιά]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἡπατο</i>-<i>σκοπία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλαγχνοσκοπία Medium diacritics: σπλαγχνοσκοπία Low diacritics: σπλαγχνοσκοπία Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: splanchnoskopía Transliteration B: splanchnoskopia Transliteration C: splagchnoskopia Beta Code: splagxnoskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A examination of the entrails of a victim, for purpose of prophecy, Herm. in Phdr.p.109 A.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σπλάγχνο σκοπεία Μ
η μαντεία που γινόταν με εξέταση τών σπλάγχνων του ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη θυσία, αλλ. ιεροσκοπία
νεοελλ.
ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τών σπλάγχνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ἡπατο-σκοπία].