σπηλυγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπηλυγγώδης''': -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405.
|lstext='''σπηλυγγώδης''': -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπῆλυγξ]], -<i>υγγος</i>]<br />[[σπηλυγγοειδής]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπηλυγγώδης Medium diacritics: σπηλυγγώδης Low diacritics: σπηλυγγώδης Capitals: ΣΠΗΛΥΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: spēlyngṓdēs Transliteration B: spēlyngōdēs Transliteration C: spilyggodis Beta Code: sphluggw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = σπηλαιώδης, EM724.3:—also σπηλυγγοειδής, ές, Sch.Od.5.405.

German (Pape)

[Seite 921] ες, = Vorigem, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σπηλυγγώδης: -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπῆλυγξ, -υγγος]
σπηλυγγοειδής.