σπηλυγγώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπηλυγγώδης''': -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405. | |lstext='''σπηλυγγώδης''': -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπῆλυγξ]], -<i>υγγος</i>]<br />[[σπηλυγγοειδής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = σπηλαιώδης, EM724.3:—also σπηλυγγοειδής, ές, Sch.Od.5.405.
German (Pape)
[Seite 921] ες, = Vorigem, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
σπηλυγγώδης: -ες, = τῷ προηγ., Ἐτυμολ. Μέγ. 724. 3. - Ὡσαύτως σπηλυγγοειδής, ές, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 405.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σπῆλυγξ, -υγγος]
σπηλυγγοειδής.