σπιλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_7) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπῐλώδης''': -ες, ([[σπιλάς]], [[σπίλος]], ἡ) [[βραχώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19. Πολύβ. 10. 10. 7. Ὁ Λοβέκ. (Φρύν. 28), προτιμᾷ τὴν γραφὴν [[σπιλαδώδης]], ἀλλ’ ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. ἐν λέξει. | |lstext='''σπῐλώδης''': -ες, ([[σπιλάς]], [[σπίλος]], ἡ) [[βραχώδης]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19. Πολύβ. 10. 10. 7. Ὁ Λοβέκ. (Φρύν. 28), προτιμᾷ τὴν γραφὴν [[σπιλαδώδης]], ἀλλ’ ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπίλος]] (II)]<br />[[βραχώδης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (σπιλάς (A), σπίλος (A))
A rocky, Arist.HA548a2, Plb.10.10.7; cf. σπιλαδώδης.
German (Pape)
[Seite 921] ες, = σπιλαδώδης; Arist. H. A. 5, 13; λόφος, Pol. 10, 10, 7.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐλώδης: -ες, (σπιλάς, σπίλος, ἡ) βραχώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 19. Πολύβ. 10. 10. 7. Ὁ Λοβέκ. (Φρύν. 28), προτιμᾷ τὴν γραφὴν σπιλαδώδης, ἀλλ’ ἴδε Δινδ. εἰς Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.