σπορευτός: Difference between revisions
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_10) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπορευτός''': -ή, -όν, ἐσπαρμένος, σπ. [[χώρα]], πρὸς σπορὰν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6. | |lstext='''σπορευτός''': -ή, -όν, ἐσπαρμένος, σπ. [[χώρα]], πρὸς σπορὰν [[κατάλληλος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για αγρό) [[κατάλληλος]] για [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] [[σπορ]] του [[σπείρω]] <span style="color: red;">+</span> -[[ευτός]], πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. [[σπορεύω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A sown, χώρα seed-land, Thphr.CP3.20.6.
German (Pape)
[Seite 924] gesäet; γῆ, Saatland, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σπορευτός: -ή, -όν, ἐσπαρμένος, σπ. χώρα, πρὸς σπορὰν κατάλληλος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 20, 6.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(για αγρό) κατάλληλος για σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ του σπείρω + -ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. σπορεύω].