σταλαγμιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(6_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰλαγμιαῖος''': -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ. | |lstext='''στᾰλαγμιαῖος''': -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />αυτός που μετρείται με υδραυλικό [[χρονόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταλαγμός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταγον</i>-<i>ιαῖος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A as measured by the water-clock, ὥρα Paul.Al.K.4; τὰς λεπτομερεῖς ἡμέρας καὶ σ. ὥρας Vett.Val.274.2.
German (Pape)
[Seite 928] tropfenweis, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰλαγμιαῖος: -α, -ον, ὁ κατὰ σταγόνας πίπτων, Παῦλ. Ἀλεξ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που μετρείται με υδραυλικό χρονόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλαγμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].