στεμφυλόπνευμα: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(38) |
(No difference)
|
(38) |
(No difference)
|
το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό-πνευμα)].