στεμφυλόπνευμα: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(38)
(No difference)

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
οινόπνευμα από την απόσταξη στεμφύλων, κν. σούμα, τσίπουρο ή τσικουδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέμφυλο + πνεύμα (πρβλ. οινό-πνευμα)].