στεατοκήλη: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(6_9)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεᾱτοκήλη''': ἡ, [[στεατώδης]] τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.
|lstext='''στεᾱτοκήλη''': ἡ, [[στεατώδης]] τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στεάτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λιπώδης]] ή [[σμηγματώδης]] [[κήλη]] του οσχέου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]] (<b>πρβλ.</b> <i>βρογχο</i>-[[κήλη]])].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτοκήλη Medium diacritics: στεατοκήλη Low diacritics: στεατοκήλη Capitals: ΣΤΕΑΤΟΚΗΛΗ
Transliteration A: steatokḗlē Transliteration B: steatokēlē Transliteration C: steatokili Beta Code: steatokh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A sebaceous formation in the scrotum, Gal.14.780.

Greek (Liddell-Scott)

στεᾱτοκήλη: ἡ, στεατώδης τις σχηματισμὸς κατὰ τὸν σάκκον τῶν ὄρχεων, Γαλην.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].