στεριανός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(38)
(No difference)

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ή, -ο, Ν
1. αυτός που έρχεται από την στεριά («στεριανό αεράκι»)
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο στεριανός και η στεριανή
αυτός που ζει στην στεριά, σε αντιδιαστολή με τον ναυτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεριά + κατάλ. -ανός (πρβλ. χωρι-ανός)].