στερεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(38) |
(No difference)
|
Revision as of 12:32, 29 September 2017
Greek Monolingual
και στειρεύω Ν
1. (αμτβ.) σταματώ να ρέω, ξεραίνομαι («στέρεψε η πηγή»)
2. (σπάν. μτβ.) (σχετικά με υγρό) χύνω ώσπου να εξαντληθεί, στεγνώνω («άσε τον οίκτο τότε τον ανθρώπινο / τα ταπεινά του δάκρυα να στερέψη», Πορφύρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στειρεύω < στείρος, ενώ ο τ. στερεύω < στειρεύω, με τροπή του /i/ σε /e/ πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος > σίδερο)].