στηλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(6_7)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.
|lstext='''στηλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς στήλην, ἔχων [[σχῆμα]] στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[στήλη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στηλοειδής]] [[κατάτμηση]]»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[δομή]] που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος [[κατά]] [[μήκος]] επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια [[σειρά]] από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η [[κλίση]] τών οποίων άλλαξε [[μετά]] την [[έκχυση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />[[στυλοειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλοειδής Medium diacritics: στηλοειδής Low diacritics: στηλοειδής Capitals: ΣΤΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēloeidḗs Transliteration B: stēloeidēs Transliteration C: stiloeidis Beta Code: sthloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A v.l. for στυλ-.

Greek (Liddell-Scott)

στηλοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς στήλην, ἔχων σχῆμα στήλης, διάφορ. γραφ. ἀντὶ στυλ-.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
1. αυτός που μοιάζει με στήλη
2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση»
(πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό του αρχικού προσανατολισμού τών εκρηξιγενών πετρωμάτων η κλίση τών οποίων άλλαξε μετά την έκχυση τους
αρχ.
στυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -ειδής].