έκχυση

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔκχυσις)
χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο
νεοελλ.
1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού)
2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση
μσν.
(για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή
αρχ.
1. χύσιμο αίματος
2. οχετός
3. (για πύον) διάχυση.