στραβωμάρα: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(38)
(No difference)

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

και στραβομάρα, η, Ν
1. το να είναι κανείς τυφλός
2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια
3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση
4. (ως κατάρα) στραβωμάρα
να πέσεις να τσακιστείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμ-άρα)].