στραβαλοκόμας: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρᾰβᾰλοκόμας''': α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ [[Πολυδ]]. Β´, 23 ([[ὅστις]] ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ [[στραβαλός]], [[ὅπερ]] παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. [[στράβηλος]], [[στρεβλός]]). | |lstext='''στρᾰβᾰλοκόμας''': α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ [[Πολυδ]]. Β´, 23 ([[ὅστις]] ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ [[στραβαλός]], [[ὅπερ]] παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. [[στράβηλος]], [[στρεβλός]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[σγουρομάλλης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στραβαλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-[[κόμης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ὁ,
A curly-headed, S. (Fr.1099) ap.Poll.2.23 (who blames the word), Hsch.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβᾰλοκόμας: α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ Πολυδ. Β´, 23 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ στραβαλός, ὅπερ παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. στράβηλος, στρεβλός).
Greek Monolingual
ὁ, Α
σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + -κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο-κόμης.