στρεψαύχην: Difference between revisions
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(6_6) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρεψαύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, ὁ στρέφων, περιστρέφων τὸν αὐχένα, ἴδε ἐν λέξ. [[κώθων]]. | |lstext='''στρεψαύχην''': -ενος, ὁ, ἡ, ὁ στρέφων, περιστρέφων τὸν αὐχένα, ἴδε ἐν λέξ. [[κώθων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ενος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει τον αυχένα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κώθων]] [[στρεψαύχην]]» — [[δοχείο]] με περιεστραμμένο λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>στρεψ</i>- του αορ. <i>ἐ</i>-<i>στρεψ</i>-<i>α</i> του [[στρέφω]] <span style="color: red;">+</span> <i>αύχήν</i>, -[[ένος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A neck-twisting, Theopomp.Com.54.
German (Pape)
[Seite 954] ενος, ὁ, ἡ, mit gedrehtem, gewundenem Halse, κώθων, Theopomp. com. bei Ath. XI, 483 e.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ στρέφων, περιστρέφων τὸν αὐχένα, ἴδε ἐν λέξ. κώθων.
Greek Monolingual
-ενος, ό, ἡ, Α
1. αυτός που στρέφει τον αυχένα
2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» — δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- του αορ. ἐ-στρεψ-α του στρέφω + αύχήν, -ένος].