στρογγύλοψις: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_8)
 
(38)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγύλοψις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.
|lstext='''στρογγύλοψις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.
}}
{{grml
|mltxt=και στρογγυλόψις, -εως, ό, ἡ, Μ<br />[[στρογγυλοπρόσωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οψις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄψις]]), <b>πρβλ.</b> <i>κύκν</i>-<i>οψις</i>].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

στρογγύλοψις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στρογγύλον πρόσωπων, Βυζαντ.

Greek Monolingual

και στρογγυλόψις, -εως, ό, ἡ, Μ
στρογγυλοπρόσωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -οψις (< ὄψις), πρβλ. κύκν-οψις].