στροβιλός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στροβῑλός''': -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25. | |lstext='''στροβῑλός''': -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A whirling, λιγνύς cj. in AP15.25 (Besant.Ara).
German (Pape)
[Seite 955] wie στροβελός, στράβαλος, στρεβλός, gedreht, sich im Kreise drehend, wirbelnd, λιγνύς Dosiad. ara 1 (XV, 25), wo aber στροβίλῳ λιγνύϊ steht.
Greek (Liddell-Scott)
στροβῑλός: -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. στρόβιλος ως επίθ.].