στρύχνος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(13_4) |
(38) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ὁ, auch ἡ ein Pflanzengeschlecht Nachtschatten. wovon die Alten vier Gattungen kannten, deren einige giftig waren, andere eine eßbare, weinsäuerliche Beere trugen, Theophr., Diosc. S. auch [[τρύχνος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0957.png Seite 957]] ὁ, auch ἡ ein Pflanzengeschlecht Nachtschatten. wovon die Alten vier Gattungen kannten, deren einige giftig waren, andere eine eßbare, weinsäuerliche Beere trugen, Theophr., Diosc. S. auch [[τρύχνος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρύχνος''': ὁ, καὶ ἡ, solinum, οἰκογένεια φυτῶν ὧν οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον [[τρία]] ἢ τέσσαρα εἴδη, τινὰ αὐτῶν δηλητηριώδη, ἓν δὲ ([[στρύχνος]] [[κηπαῖος]]) φέρον καρπὸν ἐδώδιμον, ῥᾶγας [[μετὰ]] χυμοῦ οἰνώδους καὶ ὑποξίζοντος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 4, Διοσκ. 4. 71-4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[στρύχνος]] και [[τρύχνος]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] λογανιίδες και περιλαμβάνει 200 [[περίπου]] είδη ξυλωδών [[φυτών]] που [[είναι]] ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] [[φυτών]], [[μεταξύ]] τών οποίων [[μερικά]] [[είναι]] δηλητηριώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[στρύχνον]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:32, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 957] ὁ, auch ἡ ein Pflanzengeschlecht Nachtschatten. wovon die Alten vier Gattungen kannten, deren einige giftig waren, andere eine eßbare, weinsäuerliche Beere trugen, Theophr., Diosc. S. auch τρύχνος.
Greek (Liddell-Scott)
στρύχνος: ὁ, καὶ ἡ, solinum, οἰκογένεια φυτῶν ὧν οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρία ἢ τέσσαρα εἴδη, τινὰ αὐτῶν δηλητηριώδη, ἓν δὲ (στρύχνος κηπαῖος) φέρον καρπὸν ἐδώδιμον, ῥᾶγας μετὰ χυμοῦ οἰνώδους καὶ ὑποξίζοντος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 15, 4, Διοσκ. 4. 71-4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και στρύχνος και τρύχνος, ἡ, Α
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λογανιίδες και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ξυλωδών φυτών που είναι ιθαγενή τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών
αρχ.
ονομασία φυτών, μεταξύ τών οποίων μερικά είναι δηλητηριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του στρύχνον, με αλλαγή γένους].