στραβίζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(6_1)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραβίζω''': ([[στραβός]]) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «[[στραβός]]», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
|lstext='''στραβίζω''': ([[στραβός]]) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «[[στραβός]]», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Ν [[στραβός]]<br />[[αλληθωρίζω]], [[είμαι]] [[αλλήθωρος]].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβίζω Medium diacritics: στραβίζω Low diacritics: στραβίζω Capitals: ΣΤΡΑΒΙΖΩ
Transliteration A: strabízō Transliteration B: strabizō Transliteration C: stravizo Beta Code: strabi/zw

English (LSJ)

(στραβός)

   A squint, Hsch. s.v. ἰλλώπτω, EM713.13.

German (Pape)

[Seite 950] verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.

Greek (Liddell-Scott)

στραβίζω: (στραβός) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «στραβός», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Ν στραβός
αλληθωρίζω, είμαι αλλήθωρος.