στρύχνον: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(eksahir) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[adormidera]], [[solano]] | |esgtx=[[adormidera]], [[solano]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τρύχνον]], τὸ, Α<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών [[φυτών]] (α. «[[στρύχνον]] ἀλικάκκαβον» — [[είδος]] κερασιάς<br />β. «[[στρύχνον]] κηπαῑον» — [[είδος]] μουριάς<br />γ. «[[στρύχνον]] μανικόν» — [[είδος]] μηλιάς<br />δ. «[[στρύχνον]] ὑπνωτικόν» — [[φυτό]] με υπνωτικές ιδιότητες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
τό (also στρύχνος, ὁ, v. infr.), name of various plants: 1 σ. ἁλικάκκαβον, winter cherry, Physalis Alkekengi, Dsc. 4.71, Plin.HN21.177. 2 σ. κηπαῖον, hound's berry, Solanum nigrum, Dsc.4.70; v.l. στρύχνος, ὁ, and so Thphr.HP7.15.4. 3 σ. μανικόν (στρύχνος μανικός ib.9.11.6), thorn-apple, Datura Stramonium, Dsc.4.73. 4 σ. ὑπνωτικόν (στρύχνος ὑπνώδης Thphr.HP9.11.5), sleepy nightshade, Withania somnifera, Dsc.4.72 (στρύχνος is f.l. for στρίφνος in LXX Jb.20.18, and στρύχνον for τρύχνον in Nic.Th. 878).
Greek (Liddell-Scott)
στρύχνον: τό, = τῷ ἐπομ., Νικ. Θηρ. 878, Διοσκ. 4. 72· - στρύχνη, ἡ, εἶναι ἀμφίβολ.
Spanish
Greek Monolingual
και τρύχνον, τὸ, Α
ονομασία διαφόρων ειδών φυτών (α. «στρύχνον ἀλικάκκαβον» — είδος κερασιάς
β. «στρύχνον κηπαῑον» — είδος μουριάς
γ. «στρύχνον μανικόν» — είδος μηλιάς
δ. «στρύχνον ὑπνωτικόν» — φυτό με υπνωτικές ιδιότητες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].