Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρογγυλόγλυφος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_16)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλόγλῠφος''': -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.
|lstext='''στρογγῠλόγλῠφος''': -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλά σκαλίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γλυφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>γλυφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:32, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλόγλῠφος Medium diacritics: στρογγυλόγλυφος Low diacritics: στρογγυλόγλυφος Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: strongylóglyphos Transliteration B: strongyloglyphos Transliteration C: stroggyloglyfos Beta Code: stroggulo/glufos

English (LSJ)

ον,

   A with carved mouldings, Hero Aut.25.7.

German (Pape)

[Seite 955] rund geschnitzt, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλόγλῠφος: -ον, γεγλυμμένος στρογγύλως, Ἥρων Αὐτομ. 269Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει στρογγυλά σκαλίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. χρυσό-γλυφος].