συζώννυμι: Difference between revisions
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
(6_13b) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συζώννῡμι''': μέλλ. -ζώσω, ζώνω [[ὁμοῦ]], ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», [[αὐτόθι]] 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[περιζώννυμαι]] τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3). | |lstext='''συζώννῡμι''': μέλλ. -ζώσω, ζώνω [[ὁμοῦ]], ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», [[αὐτόθι]] 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[ὡσαύτως]], [[περιζώννυμαι]] τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ζώνω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συζώννυμαι</i><br />α) ζώνομαι<br />β) ζώνομαι την [[πανοπλία]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ζώννυμι]] «[[ζώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
A gird together, gird up, [κροκωτόν] Ar.Th.255:—Med., gird up one's loins, ib.656 (anap.), Lys.536 (lyr.). 2 Med. also, gird on one's armour, LXX 1 Ma.3.3.
German (Pape)
[Seite 972] (s. ζώννυμι), zusammengürten, verbinden, Ar. Th. 255; med., συζώσασθαι, sich gürten, 656.
Greek (Liddell-Scott)
συζώννῡμι: μέλλ. -ζώσω, ζώνω ὁμοῦ, ζώνω, τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 255· ― Μέσ., περιζωννύω ἐμαυτόν, «ζώνομαι», αὐτόθι 656, Λυσιστρ. 536. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ὡσαύτως, περιζώννυμαι τὴν πανοπλίαν μου, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ΄, 3).
Greek Monolingual
Α
1. ζώνω μαζί
2. μέσ. συζώννυμαι
α) ζώνομαι
β) ζώνομαι την πανοπλία μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ζώννυμι «ζώνω»].