συμμεταίτιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_17) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμμεταίτιος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. [[μεταίτιος]], [[συναίτιος]]. | |lstext='''συμμεταίτιος''': -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, [[πρός]] τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. [[μεταίτιος]], [[συναίτιος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[συνένοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μεταίτιος]] «[[συναίτιος]], [[συνένοχος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A contributing jointly, πρός τι Pl.Ti.46e.
German (Pape)
[Seite 981] wie μεταίτιος, mitschuldig, Mitursache; τὰ τῶν ὀμμάτων ξυμμεταίτια πρὸς τὸ σχεῖν τὴν δύναμιν, Plat. Tim. 46 e.
Greek (Liddell-Scott)
συμμεταίτιος: -ον, ὁ ἀπὸ κοινοῦ συντελῶν, συνεισφέρων, πρός τι Πλάτ. Τίμ. 46Ε· πρβλ. μεταίτιος, συναίτιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
συνένοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].