σύναιχμος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_16)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύναιχμος''': -ον, [[ὅμαιχμος]], [[σύμμαχος]], Σουΐδ., Ἡσύχ. Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 178.
|lstext='''σύναιχμος''': -ον, [[ὅμαιχμος]], [[σύμμαχος]], Σουΐδ., Ἡσύχ. Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 178.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[σύμμαχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αιχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αἰχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>όμ</i>-<i>αιχμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύναιχμος Medium diacritics: σύναιχμος Low diacritics: σύναιχμος Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΟΣ
Transliteration A: sýnaichmos Transliteration B: synaichmos Transliteration C: synaichmos Beta Code: su/naixmos

English (LSJ)

ον,

   A allied with, an ally, Hsch., Phot., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύναιχμος: -ον, ὅμαιχμος, σύμμαχος, Σουΐδ., Ἡσύχ. Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 178.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ-αιχμος].