συνδημιουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_15)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδημιουργός''': ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.
|lstext='''συνδημιουργός''': ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. [[συνδαμιοργός]] Α [[δημιουργός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δημιουργεί [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>τοί συνδαμιοργοί</i><br />(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδημιουργός Medium diacritics: συνδημιουργός Low diacritics: συνδημιουργός Capitals: ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: syndēmiourgós Transliteration B: syndēmiourgos Transliteration C: syndimiourgos Beta Code: sundhmiourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-workman, Pl. Lg.671d.    II Dor. συνδᾱμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).

German (Pape)

[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.