συνδρομάς: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f. c.</i> [[σύνδρομος]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />[[ιδιότυπος]] τ. θηλ. του επιθ. [[σύνδρομος]] («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — [[δηλαδή]] τις συμπληγάδες, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνδρομος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>λεπρ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδρομάς Medium diacritics: συνδρομάς Low diacritics: συνδρομάς Capitals: ΣΥΝΔΡΟΜΑΣ
Transliteration A: syndromás Transliteration B: syndromas Transliteration C: syndromas Beta Code: sundroma/s

English (LSJ)

άδος, pecul. fem. of σύνδρομος, πέτραι αἱ σ.,

   A = συμπληγάδες, E.IT421 (lyr.); Κυάνεαι σ. Theoc.13.22; μέσας τέρμασιν ἄκροις συνδρομάδας (two) mean proportionals to extremes, Eratosth. 35.6.

German (Pape)

[Seite 1009] άδος, ἡ, bes. fem. zu σύνδρομος; πέτραι, = συμπληγάδες, Eur. I. T 422; γραμμαί, Eratosth.

Greek (Liddell-Scott)

συνδρομάς: -άδος, ἰδιότυπον θηλυκ. τοῦ σύνδρομος, αἱ σ. πέτραι, = συμπληγάδες, Εὐρ. Ι. Τ. 422· σ. Κυάνεαι Θεόκρ. 13. 22.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f. c. σύνδρομος.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπος τ. θηλ. του επιθ. σύνδρομος («πέτρας τὰς συνδρομάδας» — δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. λεπρ-άς)].