συνδιδάσκω: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(6_1) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021. | |lstext='''συνδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[διδάσκω]]<br />(για τραγικό ποιητή) [[παρουσιάζω]] δραματικό [[έργο]] ταυτόχρονα με άλλον. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 29 September 2017
English (LSJ)
A produce together with, of a drama, Sch.Ar.Th.1021, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.31.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. διδάσκω), mit, zugleich lehren (?).
Greek (Liddell-Scott)
συνδῐδάσκω: διδάσκω ὁμοῦ, ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.
Greek Monolingual
Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.